ιππιατρικός

ιππιατρικός
-ή, -ό (ΑΜ ἱππιατρικός, -ή, -όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων
2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική
κλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππιατρικόν
φόρος που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την άσκηση τού επαγγέλματος
2. φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — τίτλος ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς σήμερα, γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἱππιατρικῶν — ἱππιατρικός veterinary surgeon fem gen pl ἱππιατρικός veterinary surgeon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππιατρικόν — ἱππιατρικός veterinary surgeon masc acc sg ἱππιατρικός veterinary surgeon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππιατρικήν — ἱππιατρικός veterinary surgeon fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππιατρικῷ — ἱππιατρικός veterinary surgeon masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του …   Dictionary of Greek

  • ιπποϊατρική — ἱπποϊατρική, ἡ (Μ) βλ. ιππιατρικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”