- ιππιατρικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἱππιατρικός, -ή, -όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρικήκλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που προσβάλλουν τα άλογααρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππιατρικόνφόρος που επιβαλλόταν στους ιππιάτρους για την άσκηση τού επαγγέλματος2. φρ. «Ἱππιατρικῶν βιβλία δύο» — τίτλος ενός συμπληρωματικού εγχειριδίου ιππιατρικής που διαιρείται σε δύο βιβλία, τα οποία σώζονται ώς σήμερα, γραμμένου από άγνωστο μεταγενέστερο συγγραφέα.
Dictionary of Greek. 2013.